ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ KAI ΘΩΡΑΚΑ


ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟΣ

Η καρδιά είναι ένας μυς που πλαισιώνεται από αιμοφόρα αγγεία, τις στεφανιαίες αρτηρίες. Οι αρτηρίες αυτές αιματώνουν και τρέφουν με οξυγόνο το μυοκάρδιο. Οποιαδήποτε βλάβη σε στεφανιαίο αγγείο παρεμποδίζει τη φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς.

Η αριστερή και η δεξιά στεφανιαία αρτηρία εκφύονται από το αρχικό τμήμα της ανιούσας αορτής.

Η αριστερή στεφανιαία αρτηρία περιλαμβάνει μεγάλο μέρος των αρτηριών και των κλάδων της καρδιάς. Στην αρχή της έχει ένα βραχύ - μικρό τμήμα, το στέλεχος. Το στέλεχος διχάζεται σε δύο κλάδους, τον πρόσθιο κατιών κλάδο και την περισπωμένη αρτηρία.

Ένα ποσοστό των ασθενών παρουσιάζει μία ανατομική παραλλαγή στην αριστερή στεφανιαία αρτηρία. Αντί ο πρόσθιος κατιών και η περισπωμένη αρτηρία να έχουν κοινή έκφυση από το στέλεχος αυτές εκφύονται ξεχωριστά, δηλαδή το αρχικό τους τμήμα ξεκινάει από την αορτή. Αυτή η παραλλαγή δε δημιουργεί κανένα πρόβλημα στη φυσιολογική αιμάτωση του μυοκαρδίου και δεν πρέπει να ανησυχεί τους ασθενείς.

Από τον πρόσθιο κατιόντα εκφύονται οι διαγώνιοι κλάδοι. Η περισπωμένη αρτηρία χορηγεί τους επιχείλιους κλάδους και αιματώνει το ανάλογο τοίχωμα της καρδιάς. Η δεξιά στεφανιαία αρτηρία διχάζεται στον οπίσθιο κατιών και τον οπισθοπλάγιο κλάδο.

Όσο μεγαλύτερη έκταση αιματώνει ένα αγγείο στο μυοκάρδιο τόσο πιο σημαντικό είναι. Συνήθως αυτό το αγγείο ονομάζεται «κυρίαρχο». Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει «μεικτή κυριαρχία», δηλαδή δύο αγγεία είναι εξίσου σημαντικά στην αιμάτωση του μυοκαρδίου.

Όπως είναι φανερό η αιμάτωση της καρδιάς εξαρτάται άμεσα από την καλή υγεία των αρτηριών και των κλάδων της.

Στεφανιαία νόσο έχει ένας ασθενής όταν παρουσιάζει στένωση σε μία ή περισσότερες από τις αρτηρίες και τους κλάδους της καρδιάς.

Ένα αγγείο παρουσιάζει στένωση όταν το εύρος του αυλού του είναι μικρότερο σε κάποια τμήματα σε σύγκριση με το αρχικό εύρος. Σπάνια υπάρχει στένωση σε όλο το αγγείο. Συνήθως οι στενώσεις είναι τμηματικές κατά μήκος του αγγείου και έτσι μπορεί εκτιμηθεί η στένωση σε σύγκριση με το φυσιολογικό - το αρχικό εύρος.

Η στένωση των αγγείων δημιουργείται από αθηρωματικό υλικό που προσκολλάται με τη πάροδο του χρόνου στα τοιχώματα. Το αθηρωματικό υλικό σταδιακά σκληραίνει και δημιουργεί αθηρωματική πλάκα στο εσωτερικό μέρος των αγγείων, μικραίνοντας το εύρος του αυλού τους. Πολλές φορές πάνω στην αθηρωματική πλάκα προσκολλάται και ασβέστιο με αποτέλεσμα τη σκλήρυνσή της (επασβεστωμένη αθηρωματική πλάκα).

Το αγγείο με αθηρωματική πλάκα έχει περιορισμένη ροή αίματος ανάλογη της στένωσής του. Όταν ο καρδιακός μυς δεν αιματώνεται επαρκώς προκαλείται ισχαιμία, δηλαδή ελάττωση της κυκλοφορίας του αίματος σε συγκριμένα τμήματα της καρδιάς.

Συμπτώματα

  • Η στηθάγχη
    είναι το σύνηθες σύμπτωμα της στεφανιαίας νόσου που περιγράφεται ως πόνος στο στήθος, δυσφορία, σφίξιμο, κάψιμο ή πίεση στην περιοχή του θώρακα. Ο πόνος από τη στηθάγχη εμφανίζεται κατά τη διάρκεια σωματική δραστηριότητας και υποχωρεί μετά από ξεκούραση του ασθενούς. Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης υπάρχει αρρυθμία, δηλαδή διαταραχή του φυσιολογικού ρυθμού της καρδιάς, λόγω της ανεπαρκούς αιμάτωσής του μυοκαρδίου. Η στηθάγχη εκτός από το θώρακα μπορεί να αντανακλά και στα χέρια (ιδίως στο αριστερό άνω άκρο), οπισθοστερνικά ή στο επιγάστριο. Σε πολύ έντονα συμπτώματα στηθάγχης ο ασθενής μπορεί να αναφέρει ακόμα έμετο ή ναυτία.

Στην ασταθή στηθάγχη ο πόνος εμφανίζεται σε συνθήκες ηρεμίας ή ελάχιστης κόπωσης και χρήζει άμεσης διάγνωσης και αντιμετώπισης για την αποφυγή εμφράγματος.

ΑΙΤΙΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ

  • Αρτηριακή υπέρταση
  • Σακχαρώδης διαβήτης
  • Υπερλιπιδαιμία
  • Κάπνισμα
  • Παχυσαρκία
  • Κληρονομικότητα
  • Έλλειψη φυσικής άσκησης
  • Κατάχρηση αλκοόλ
  • Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
  • Άγχος

ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑΣ ΝΟΣΟΥ

Η διάγνωση της στεφανιαίας νόσου γίνεται με:

  • Ηλεκτροκαρδιογράφημα, στο οποίο μπορούν να καταγραφούν σημεία ισχαιμίας.
  • Δοκιμασία κόπωσης σε κυλιόμενο τάπητα, όπου ο ασθενής προχωράει με σταδιακά ανοδική κλίση σε ένα στάσιμο διάδρομο γυμναστικής, καθώς ο καρδιολόγος καταγράφει τις πιέσεις της καρδιάς τους.
  • Σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου με θάλιο, που είναι δοκιμασία κόπωσης με χρήση φαρμάκου. Ο ασθενής περπατάει σε κυλιόμενο τάπητα και κατόπιν του χορηγείται φάρμακο για να ελεγχθεί η αιμάτωση του μυοκαρδίου. Σε ασθενείς με κινητικά προβλήματα πραγματοποιείται φαρμακευτική κόπωση με ενδοφλέβια χορήγηση ειδικού φαρμάκου (διπυριδαμόλη).
  • Υπερηχογράφημα καρδιάς, με το οποίο ο καρδιολόγος μετράει το κλάσμα εξώθησης, τη συστολική λειτουργία της αριστερής κοιλίας και τυχόν υποκινησίες - ακινησίες στα τοιχώματα της καρδιάς, ευρήματα που δείχνουν πιθανή μη καλή αιμάτωση του μυοκαρδίου.

Στεφανιογραφία, που είναι η πιο σίγουρη και λεπτομερής μέθοδος για την ανάδειξη στενώσεων στα στεφανιαία αγγεία. Η στεφανιογραφία διενεργείται από εξειδικευμένο επεμβατικό καρδιολόγο και με τον ασθενή να έχει τις αισθήσεις του καθ' όλη τη διάρκεια της εξέτασης. Μετά από χρήση τοπικής αναισθησίας στο σημείο προσπέλασης του καθετήρα, συνήθως μέσω κερκιδικής αρτηρίας (σπάνια πλέον χρησιμοποιείται η μηριαία προσπέλαση), προωθείται καθετήρας στα στεφανιαία αγγεία και γίνεται έγχυση σκιαγραφικού φαρμάκου και καταγραφή των στενώσεων στην αριστερή και τη δεξιά στεφανιαία αρτηρία. Η κλασική στεφανιογραφία μπορεί να αναδείξει το ακριβές ποσοστό της στένωσης των στεφανιαίων αγγείων.

Πρόγραμμα Αναπαραγωγής Βίντεο00:0400:08

Εφόσον η στεφανιογραφία παρουσιάσει στενώσεις στα στεφανιαία αγγεία, γίνεται εκτίμηση των αποτελεσμάτων από τον επεμβατικό καρδιολόγο και τον καρδιοχειρουργό. Με στόχο την πληρέστερη αιμάτωση της καρδιάς του ασθενούς, επιλέγεται η θεραπεία της αγγειοπλαστικής ή του ανοιχτού χειρουργείου καρδιάς και ενημερώνονται άμεσα ο ασθενής και οι συνοδοί του.

Αξίζει να σημειωθεί πως η στένωση στο στέλεχος χρήζει άμεσης αντιμετώπισης καθώς αυτομάτως δημιουργεί χαμηλή ροή σε δύο κύριες αρτηρίες, στον πρόσθιο κατιών κλάδο και στην περισπωμένη αρτηρία και κατ' επέκταση και στους δευτερεύοντες κλάδους των αρτηριών αυτών, δηλαδή στο μεγαλύτερο μέρος της καρδιάς.

Εφόσον επιλεχθεί η χειρουργική αποκατάσταση των στενώσεων στα στεφανιαία αγγεία, ο ασθενής υποβάλλεται σε συμπληρωματικές εξετάσεις όπως κλινική εξέταση από καρδιολόγο εξειδικευμένο στην παρακολούθηση καρδιοχειρουργικών περιστατικών, υπερηχογράφημα καρδιάς, έγχρωμο triplex καρωτίδων αρτηριών και συμπληρωματικές εξετάσεις αίματος.

Οι συγγενείς του ασθενούς ενημερώνονται για τον απαιτούμενο αριθμό φιαλών αίματος πριν τη διενέργεια του χειρουργείου και φροντίζουν για την παρακαταθήκη αυτών.

ΑΟΡΤΟΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΠΑΡΑΚΑΜΨΗ

Ο καρδιοχειρουργός χρησιμοποιώντας μοσχεύματα (τις έσω θωρακικές αρτηρίες και φλεβικά μοσχεύματα από τα κάτω άκρα) παρακάμπτει τα σημεία της στένωσης. Το ένα άκρο του μοσχεύματος συρράφεται στην αορτή και το άλλο αναστομώνεται στο αμέσως επόμενο σημείο από τη στένωση, που ο καρδιοχειρουργός κρίνει κατάλληλο για την πληρέστερη αιμάτωση του μυοκαρδίου του ασθενούς.

Το ανοιχτό χειρουργείο καρδιάς γίνεται με χρήση γενικής αναισθησίας. Συνήθως χρησιμοποιείται και εξωσωματική κυκλοφορία. Το μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας επιτελεί τις λειτουργίες της καρδιάς και των πνευμόνων. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης το αίμα εκτρέπεται στο μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας, όπου οξυγονώνεται και επιστρέφει εκ νέου στο σώμα του ασθενούς τροφοδοτώντας τον εγκέφαλο και το σώμα.

Υπάρχουν περιπτώσεις που δε χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί εξωσωματική κυκλοφορία και οι αορτοστεφανιαίες παρακάμψεις διενεργούνται με πάλλουσα καρδιά. Στην τεχνική αυτή χρησιμοποιείται ειδικός χειρουργικός εξοπλισμός που κρατάει ακινητοποιημένα τμήματα της καρδιάς, δίνοντας τη δυνατότητα στον καρδιοχειρουργό να πραγματοποιήσει την αορτοστεφανιαία παράκαμψη ενώ η καρδιά πάλλεται.

Η αορτοστεφανιαία παράκαμψη, το γνωστό σε όλους μπάι πας (by-pass), αποτελεί επέμβαση ρουτίνας και οι ασθενείς επιστρέφουν στο σπίτι τους μετά από εξαήμερη νοσηλεία.

Κολπική Μαρμαρυγή


Συμπτώματα

Μια καρδιά με κολπική μαρμαρυγή δεν είναι σε θέση να αντλήσει αρκετό αίμα στο σώμα. Ωστόσο, μερικοί άνθρωποι με κολπική μαρμαρυγή δεν εκδηλώνουν συμπτώματα και δεν γνωρίζουν την κατάστασή τους μέχρι αυτή να αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια κάποιας εξέτασης.

Όσοι έχουν κολπική μαρμαρυγή μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα όπως:

  • Ταχυπαλμίες, ή/και αρρυθμίες στον χτύπο της καρδιάς
  • Αδυναμία
  • Μειωμένη ικανότητα για σωματική άσκηση
  • Αυξημένη κόπωση
  • Ζαλάδα
  • Σύγχυση
  • Δύσπνοια
  • Πόνος στο στήθος

Τύποι

  • Περιστασιακή: Σε αυτή την περίπτωση ονομάζεται παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή. Μπορεί να έχετε συμπτώματα που έρχονται και παρέρχονται, διαρκούν για λίγα λεπτά έως ώρες και στη συνέχεια σταματούν από μόνα τους.
  • Επίμονη: Με αυτόν τον τύπο της κολπικής μαρμαρυγής, ο καρδιακός σας ρυθμός δεν επανέρχεται στο κανονικό από μόνος του. Σε αυτή την περίπτωση θα χρειαστείτε ειδική θεραπεία (ηλεκτρικό σοκ ή φάρμακα), προκειμένου να αποκατασταθεί ο καρδιακός σας ρυθμός.
  • Μόνιμη: Σε αυτό το είδος της κολπικής μαρμαρυγής, ο κανονικός καρδιακός ρυθμός δεν μπορεί να αποκατασταθεί. Θα έχετε κολπική μαρμαρυγή μόνιμα και σίγουρα θα χρειαστεί να ακολουθείτε κάποια φαρμακευτική αγωγή. Οι περισσότεροι άνθρωποι με μόνιμη κολπική μαρμαρυγή, λαμβάνουν αντιπηκτικά για την πρόληψη του σχηματισμού θρόμβων στο αίμα.

Ποια είναι τα αίτια της κολπική μαρμαρυγής.
Ο κίνδυνος εμφάνισης της κολπικής μαρμαρυγής σχετίζεται άμεσα με το πέρασμα της ηλικίας.
Άλλοι επιβαρυντικοί παράγοντες είναι:

Το οικογενειακό ιστορικό

Το φύλο, με τους άνδρες να είναι περισσότερο ευάλωτοι στη νόσο

Η υψηλή αρτηριακή πίεση

Το κάπνισμα

Η παχυσαρκία

Το μεταβολικό σύνδρομο

Ο σακχαρώδης διαβήτης

Η κατανάλωση αλκοόλ

Οι διαταραχές του θυρεοειδούς

Η υπνική άπνοια

Οι πνευμονοπάθειες

  • Επίσης η εκδήλωση της κολπικής μαρμαρυγής μπορεί να οφείλεται σε μία υποκείμενη καρδιαγγειακή νόσο, όπως:

Συγγενείς καρδιοπάθειες

Στεφανιαία αρτηριακή νόσος

Βαλβιδοπάθειες

Καρδιακή ανεπάρκεια

Περικαρδίτιδες

Μυοκαρδιοπάθειες

Η διάγνωση της κολπικής μαρμαρυγής.

Η διερεύνηση της κολπικής μαρμαρυγής γίνεται με το ηλεκτροκαρδιογράφημα. Σε περιπτώσεις παροξυσμικής κολπικής μαρμαρυγής απαιτείται 24ωρη ή και 48ωρη συνεχής καταγραφή του καρδιακού ρυθμού με Holter.
Άλλες εξετάσεις που μπορεί να συστήσει ο ιατρός είναι:
Υπερηχοκαρδιογράφημα, ακτινογραφία θώρακος, δοκιμασία κόπωσης, σπινθηρογράφημα, εργαστηριακός έλεγχος θυρεοειδικών ορμονών, ηλεκτροφυσιολογική μελέτη.
Θεραπευτική αντιμετώπιση.
Φαρμακευτική θεραπεία:
Αναλόγως τα αίτια της κολπική μαρμαρυγής, ο ιατρός θα καθορίσει την φαρμακευτική αγωγή στον ασθενή, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει: αντιαρρυθμικά φάρμακα, αντιθρομβωτικά φάρμακα, αγωγή για θυρεοειδοπάθεια.
Ηλεκτρική καρδιομετατροπή:
Η ηλεκτρική καρδιομετατροπή γίνεται μέσω ενός εξωτερικού απινιδωτή και είναι μια ανώδυνη διαδικασία διάρκειας μερικών λεπτών κατά την οποία χορηγείται μια ηλεκτρική εκκένωση στον θώρακα του ασθενούς, που σταματά την αρρυθμία και αποκαθιστά τον φυσιολογικό ρυθμό.
Κατάλυση με καθετήρα (Catheter Ablation):
Η κατάλυση με καθετήρα είναι μία ελάχιστα επεμβατική μέθοδος που χρησιμοποιείται σε νέους ασθενείς και επί αναποτελεσματικότητας των φαρμάκων.
Η μέθοδος γίνεται με καθετήρα που ενεργεί γραμμικές βλάβες με εστιασμένα μικρορεύματα, υπερήχους, ή κρυοθερμία, στα σημεία που προκαλούν το πρόβλημα.
Τροποποίηση (ablation) κολποκοιλιακού κόμβου και εμφύτευση βηματοδότη:
Πρόκειται για παρωχημένη μέθοδο όπου γίνονταν εμφύτευση ενός μόνιμου βηματοδότη, που παρέμβαινε διορθωτικά στον καρδιακό ρυθμό.
Καρδιοχειρουργική επέμβαση:
Η σύγχρονη χειρουργική θεραπεία της κολπικής μαρμαρυγής (Cox Maze III), είναι μία υψηλής επιτυχίας επέμβαση, κατά την οποία ο καρδιοχειρουργός περιορίζει επεμβατικά τα ηλεκτρικά ερεθίσματα. Η τεχνική μπορεί να συνδυαστεί άριστα, με άλλες καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις στον ίδιο χρόνο.
Για την πρόληψη της νόσου συστήνουμε:
Υγιεινή διατροφή και καθημερινή άσκηση.
Διατήρηση σωστού σωματικού βάρους.
Διακοπή του καπνίσματος.
Περιορισμός της κατανάλωσης τσαγιού, αναψυκτικών, καφέ και αλκοόλ.
Διατήρηση μίας ήπιας αντιμετώπισης των προβλημάτων που προκύπτουν στην ζωή.
Κολπική μαρμαρυγή: Πώς συνδέεται με το εγκεφαλικό και ποιες οι ευθύνες των ίδιων των ασθενών

Η αδυναμία συμμόρφωσης των ασθενών στις θεραπείες σε συνδυασμό με τη δύσκολη συμμόρφωσή τους στα υγιεινά πρότυπα ζωής, κοστίζει πολλές ανθρώπινες ζώες, οι οποίες χάνονται ενώ θα μπορούσαν να είχαν σωθεί. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν οι επιστήμονες που συμμετέχουν στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας που συνεχίζει τις εργασίες του στο Λονδίνο μετά από νέα ευρήματα μελετών για την πιο συχνή αρρυθμία, την κολπική μαρμαρυγή.

Πλέον, όλες οι τελευταίες μελέτες δείχνουν οτι 1 στα 5 εγκεφαλικά επεισόδια συμβαίνουν σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή. Η νόσος συνήθως δίνει συμπτώματα με κύριο την ασυνήθιστη αίσθηση παλμών που οδηγεί τον ασθενή στο γιατρό. Ομως σε ηλικιωμένους ασθενείς τα συμπτώματα αυτά είναι ήπια ή δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα να γίνεται η διάγνωση δυστυχώς έπειτα από ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο. Η αρρυθμία αυτή συμβάλλει αποδεδειγμένα στην αποκόληση των θρόμβων και μπορεί να προκαλέσει ξαφνικά εγκεφαλικό ή να οδηγήσει την καρδιά στο να χτυπά ασυντόνιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα και ο ασθενής να φθάσει σε καρδιακή ανεπάρκεια.

Η συχνότητα της κολπικής μαρμαρυγής, αυξάνει όσο αυξάνει και η ηλικία. Ομως εμφανίζεται και σε νέους χωρίς άλλους παράγοντες κινδύνου, κυρίως άνδρες και έχει πολύ καλή πρόγνωση αν αντιμετωπιστεί σωστά από την αρχή. Όμως, το μεγάλο πρόβλημα παραμένει η συμμόρφωση των ασθενών στη θεραπεία για την πρόληψη του εγκεφαλικού. Οι αναστολείς της βιταμίνης Κ, παρότι είναι αντιπηκτικά φάρμακα πολύ αποτελεσματικά, σωτήρια στην πρόληψη του εγκεφαλικού, εμφανίζουν δυσκολίες στη χορήγησή τους, καθώς οι ασθενείς θα πρέπει να τροποποιούν τη διατροφή τους και να αποφεύγουν τα περισσότερα φυλλώδη λαχανικά με έντονο πράσινο χρώμα που περιέχουν βιταμίνη Κ , κάτι που επηρεάζει αρνητικά τη θεραπεία καθώς μειώνεται η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων αυτών.

ΑΟΡΤΙΚΗ ΒΑΛΒΙΔΑ

  • Παθήσεις της Καρδιάς και των μεγάλων αγγείων
  • ΑΟΡΤΙΚΗ ΒΑΛΒΙΔΑ

Η αορτική βαλβίδα βρίσκεται μεταξύ της αορτής και της αριστεράς κοιλίας. Αποτελείται από ένα δακτύλιο και τρεις γλωχίνες / πτυχές που εφάπτονται πάνω στο δακτύλιο. Ένα μικρό ποσοστό του γενικού πληθυσμού έχει δίπτυχη αορτική βαλβίδα.

Η αορτική βαλβίδα ανοίγει κατά τη συστολή κατευθύνοντας το αίμα από την αριστερή κοιλία προς την αορτή και κλείνει αμέσως μετά κατά τη διαστολή όσο η αριστερή κοιλία συλλέγει αίμα μέσω του κόλπου. Η φυσιολογική λειτουργία της αορτικής βαλβίδας είναι να εμποδίζει την παλινδρόμηση του αίματος από την ανιούσα αορτή στην αριστερή κοιλία.

ΣΤΕΝΩΣΗ ΑΟΡΤΙΚΗΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ

Τα φυσιολογικά όρια του ανοίγματος της αορτικής βαλβίδας είναι περίπου 2 έως 4 cm2. Όταν το άνοιγμα αυτό μικρύνει υπάρχει στένωση στην αορτική βαλβίδα και η ροή του αίματος από αυτήν είναι μικρότερη του φυσιολογικού.

ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΑΟΡΤΙΚΗΣ ΒΑΛΒΙΔΑ

Όταν η αορτική βαλβίδα δεν κλείνει καλά και επιτρέπει τη ροή του αίματος προς τα πίσω, δηλαδή όταν υπάρχει παλινδρόμηση αίματος από την ανιούσα αορτή στην αριστερή κοιλία, τότε παρουσιάζει ανεπάρκεια.

ΜΕΙΚΤΗ ΒΛΑΒΗ ΑΟΡΤΙΚΗΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ

Πολλές φορές η βλάβη της αορτικής βαλβίδας είναι διττή, δηλαδή η βαλβίδα συνδυάζει στένωση και ανεπάρκεια.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Τα συμπτώματα της βαλβιδοπάθειας της αορτικής βαλβίδας (στένωση, ανεπάρκεια ή μεικτή βλάβη) είναι προοδευτικά επιδεινούμενα. Συνήθως η βλάβη της βαλβίδας δε δημιουργείται από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά είναι μία κατάσταση η οποία επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου. Κατά συνέπεια τα συμπτώματα του ασθενούς δεν είναι πολύ έντονα στην αρχή, αλλά όσο περνάει ο χρόνος χειροτερεύουν δίνοντας στον ασθενή το έναυσμα για καρδιολογικό έλεγχο. Δεν είναι πάντα απαραίτητο η βαλβιδοπάθεια της αορτικής βαλβίδας να εμφανίσει κάποιο σύμπτωμα που θα οδηγήσει τον ασθενή σε καρδιολόγο. Υπάρχουν ασθενείς που βρίσκουν σε τυχαίο καρδιολογικό έλεγχο δυσλειτουργία της αορτικής βαλβίδας.

Σε σπάνιες περιπτώσεις ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει οξεία ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας, όπως σε λοιμώδη ενδοκαρδίτιδα, τραυματική ρήξη, διαχωρισμό ανιούσης αορτής, ρήξη λόγω συνδρόμου Marfan ή άλλου είδους νοσημάτων του συνδετικού ιστού.

Τα συμπτώματα που εμφανίζει ο ασθενής στη βαλβιδοπάθεια της αορτικής βαλβίδας είναι:

  • Δύσπνοια και κόπωση

Η δύσπνοια συνήθως γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή ως εύκολη κόπωση, γρήγορη αναπνοή (ταχύπνοια), «φούσκωμα» σε ηρεμία ή κόπωση ή σαν αδυναμία ολοκλήρωσης μιας βαθιάς εισπνοής.

  • Συγκοπικά επεισόδια, λιποθυμίες και ζαλάδες
    Στη λιποθυμία ο ασθενής χάνει πλήρως τη συνείδησή του. Η διάρκεια της λιποθυμίας μπορεί να είναι από μερικά δευτερόλεπτα έως λίγα λεπτά και εμφανίζεται πιο συχνά σε ηλικιωμένα άτομα.

  • Πόνος στο στήθος
    Η σοβαρή στένωση της αορτικής βαλβίδας μπορεί να εκδηλωθεί ως πόνος στο στήθος του ασθενούς.

  • Αρρυθμίες - αίσθημα παλμών
    Ο ασθενής αισθάνεται πως οι χτύποι της καρδιάς του δεν είναι φυσιολογικοί. Αυτό το περιγράφει ως ένα φτερούγισμα στο στήθος ή σαν ένα κόμπο. Πολλές φορές αισθάνεται την καρδιά του να σταματάει και να ξεκινάει απότομα με ένα δυνατό χτύπο. Οι πιο συνηθισμένες αρρυθμίες είναι οι έκτακτες συστολές, η κολπική μαρμαρυγή, οι υπερκοιλιακές αρρυθμίες και η βραδυκαρδία. Οι παραπάνω αρρυθμίες είναι το αποτέλεσμα της βαλβιδοπάθειας.

ΑΙΤΙΑ

Συνήθως η βαλβιδοπάθεια της αορτικής βαλβίδας (στένωση ή ανεπάρκεια ή μεικτή βλάβη) είναι μία προοδευτικά επιδεινούμενη κατάσταση. Είναι η φυσιολογική φθορά της βαλβίδας λόγω προχωρημένης ηλικίας του ασθενούς (εκφυλιστικής αιτιολογίας αίτια).

Μερικές φορές ο ασθενής έχει εκ γενετής δίπτυχη αορτική βαλβίδα. Είναι μία από τις πιο συνηθισμένες κατηγορίες συγγενούς καρδιοπάθειας που εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό ασθενών με βαλβιδοπάθεια αορτικής βαλβίδας και μπορεί να συνοδεύεται και από άλλες ιδιαιτερότητες, όπως η στένωση του ισθμού της αορτής ή η ανώμαλη έκφυση μιας εκ των στεφανιαίων αρτηριών. Η δίπτυχη αορτική βαλβίδα δυσλειτουργεί πιο γρήγορα από τη φυσιολογική τρίπτυχη.

Διάφορες λοιμώξεις, όπως η ενδοκαρδίτιδα ή ο ρευματικός πυρετός σε παιδική ηλικία, έχουν ως αποτέλεσμα την πρόωρη εκφύλιση ή τη χαλάρωση των ιστών της αορτικής βαλβίδας και προκαλούν βαλβιδοπάθεια αυτής.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση της βαλβιδοπάθειας της αορτικής βαλβίδας (στένωση ή ανεπάρκεια ή μεικτή βλάβη) γίνεται με triplex υπερηχογράφημα καρδιάς ή με διοισοφάγειο υπερηχογράφημα καρδιάς για λεπτομερέστερο έλεγχο. Η νόσος αυτή είναι προοδευτικά επιδεινούμενη και μπορεί να παρακολουθηθεί από τα αρχικά της στάδια. Επιβάλλεται ο ασθενής να τηρεί τακτικό καρδιολογικό έλεγχο.

Αυτό που παρατηρείται υπερηχογραφικά είναι η βαλβίδα ως κατασκευή (τρίπτυχη ή δίπτυχη, εκφύλιση ή χαλάρωση του ιστού), η διάμετρος του αορτικού δακτυλίου, η παρουσία επασβέστωσης σε αυτήν, η επιφάνεια του ανοίγματος του στομίου της βαλβίδας, η ταχύτητα ροής και η διαφορά κλίσης πιέσεων. Εν συνεχεία, με βάση όλα τα παραπάνω, υπολογίζεται ο βαθμός της στένωσης ή της ανεπάρκειας της βαλβίδας.

ΕΝΔΟΚΑΡΔΙΤΙΔΑ

Η λοίμωξη ή φλεγμονή των καρδιακών βαλβίδων ή και του ενδοκαρδίου από βακτήρια λέγεται ενδοκαρδίτιδα .

Στη λοιμώδη ενδοκαρδίτιδα η φλεγμονή είναι συνεπεία λοίμωξης από μικροοργανισμούς, όπως ο σταφυλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος ή άλλοι.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Τα συμπτώματα που παρουσιάζει ο ασθενής κατά την ενδοκαρδίτιδα είναι συνεχής πυρετός που δεν υποχωρεί, ρίγος, αρρυθμίες, δύσπνοια, αναιμία, απώλεια βάρους, επίμονο βήχα, κόπωση, εφίδρωση και μυϊκούς πόνους. Σε σοβαρότατες περιπτώσεις υπάρχει παρουσία αποστημάτων στον αορτικό δακτύλιο ή σε άλλα όργανα όπως ο εγκέφαλος, οι πνεύμονες και ο σπλήνας (αποτέλεσμα εκβλαστήσεων που αποκολληθήκαν από τη βαλβίδα και εμβόλισαν τα συγκεκριμένα όργανα).

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση της ενδοκαρδίτιδας γίνεται με :

  • αιματολογικό έλεγχο - καλλιέργειες

και

  • Triplex υπερηχογράφημα καρδιάς ή διοισοφάγειο υπερηχογράφημα καρδιάς που μπορεί να καθορίσει το βαθμό προσβολής της βαλβίδας από το μικροοργανισμό, με την επιβεβαίωση της ύπαρξης εκβλαστήσεων ή αποστήματος.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η ενδοκαρδίτιδα αντιμετωπίζεται με λήψη αντιβιοτικών για 4 με 6 εβδομάδες και εφόσον υπάρχει βαλβιδοπάθεια της αορτικής βαλβίδας, ο καρδιοχειρουργός επιλέγει την κατάλληλη χρονική στιγμή να επέμβει και να αντικαταστήσει την κατεστραμμένη αορτική βαλβίδα .

Ανάλογα με τα υπερηχογραφικά ευρήματα της καρδιάς, την ηλικία του ασθενούς καθώς και το ιστορικό του, ο καρδιοχειρουργός διαλέγει την κατάλληλη χειρουργική θεραπεία για τον ασθενή (τον τύπο της βαλβίδας, μηχανική ή βιολογική και το μήκος του δακτυλίου αυτής).

Ο ασθενής εισέρχεται στην κλινική μία ημέρα πριν το χειρουργείο και υποβάλλεται σε λεπτομερή έλεγχο της υγείας του. Ο προεγχειρητικός έλεγχος περιλαμβάνει καρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδιάς, εργαστηριακό αιματολογικό έλεγχο, ακτινογραφία θώρακος, κλινική εξέταση από παθολόγο, έγχρωμο triplex καρωτίδων αρτηριών και στεφανιογραφία.

Οι συγγενείς του ασθενή φροντίζουν για την παρακαταθήκη των απαραίτητων μονάδων αίματος πριν από το χειρουργείο.

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΟΡΤΙΚΗΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ ΜΕ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ή ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΗ ΒΑΛΒΙΔΑ

Ο χειρουργός αφαιρεί τη νοσούσα βαλβίδα (η βαλβίδα μπορεί να παρουσιάζει στένωση ή ανεπάρκεια ή μεικτή βλάβη) και γίνεται αντικατάστασή της είτε από μηχανική (μεταλλική βαλβίδα με μεγάλη διάρκεια ζωής) είτε από βιολογική (χοιρινή ή βόια με διάρκεια ζωής άνω των 15 ετών). Μετά την αντικατάσταση της αυτόχθονης αορτικής βαλβίδας από την προσθετική μηχανική ή βιολογική εγχειρητικά, ακολουθεί επιβεβαίωση της καλής τοποθέτησης και λειτουργίας της προσθετικής αορτικής βαλβίδας με διοισοφάγειο υπερηχογράφημα.

Η χειρουργική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας γίνεται με χρήση γενικής αναισθησίας και εξωσωματικής κυκλοφορίας. Το μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας επιτελεί τις λειτουργίες της καρδιάς και των πνευμόνων. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης το αίμα εκτρέπεται στο μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας, όπου οξυγονώνεται και επιστρέφει εκ νέου στο σώμα του ασθενούς τροφοδοτώντας τον εγκέφαλο και το σώμα.

Πλέον η χειρουργική αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας θεωρείται μία επέμβαση ρουτίνας με πολύ χαμηλά ποσοστά επιπλοκών.

Οι ασθενείς μετά την επέμβαση νοσηλεύονται στην κλινική περίπου έξι ημέρες.

TAVI - ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΟΡΤΙΚΗΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ

Αυτού του είδους η θεραπεία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε στένωση της αορτικής βαλβίδας.

Η θεραπεία της διαδερμικής αντικατάστασης της αορτικής βαλβίδας (TAVI) προτείνεται σε υπέργηρους ασθενείς και σε ασθενείς με βεβαρυμμένο ιατρικό ιστορικό, λόγω του υψηλού κινδύνου από ανοιχτό χειρουργείο καρδιάς.

Η επέμβαση αυτή πραγματοποιείται μόνο από εξειδικευμένη ομάδα καρδιοχειρουργών σε συνεργασία με επεμβατικούς καρδιολόγους.

Δια μέσου της ανωνύμου αρτηρίας και με μια μικρή τομή 5 εκατοστών πάνω από το στέρνο (Suprasternal TAVI) ή διαδερμικά μέσω μηριαίας αρτηρίας εφόσον είναι εφικτό, προωθείται στη θέση της στενωμένης αορτικής βαλβίδας καθετήρας πάνω στον οποίο είναι τοποθετημένη η βιολογική βαλβίδα. Η επέμβαση αυτή γίνεται με γενική αναισθησία, συνήθως διαρκεί 2 ώρες και απαιτεί νοσηλεία στην κλινική από 3 έως 6 ημέρες.

Η μιτροειδής βαλβίδα βρίσκεται μεταξύ του αριστερού κόλπου και της αριστερής κοιλίας. Το βαλβιδικό σύστημα της μιτροειδούς βαλβίδας αποτελείται από δύο γλωχίνες / πτυχές, το μιτροειδικό δακτύλιο, τις τενόντιες χορδές και τους θηλοειδείς μύες.


ΜΙΤΡΟΕΙΔΗΣ ΒΑΛΒΙΔΑ

Η μιτροειδής βαλβίδα ανοίγει κατά τη διαστολή και δια μέσου αυτής περνάει το αίμα από τον αριστερό κόλπο προς την αριστερή κοιλία και κλείνει κατά τη συστολή εμποδίζοντας το αίμα να γυρίσει ξανά στον αριστερό κόλπο.

ΣΤΕΝΩΣΗ ΜΙΤΡΟΕΙΔΟΥΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ

Τα φυσιολογικά όρια του ανοίγματος της μιτροειδούς βαλβίδας είναι περίπου 4 με 6 cm2. Όταν το άνοιγμα αυτό μικρύνει τότε υπάρχει στένωση στη βαλβίδα και η ροή του αίματος από αυτήν είναι μικρότερη από το φυσιολογικό.

ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΜΙΤΡΟΕΙΔΟΥΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ

Όταν η μιτροειδής βαλβίδα δεν κλείνει καλά και επιτρέπει τη ροή του αίματος προς τα πίσω, δηλαδή αντί να ρέει το αίμα μόνο προς την αριστερή κοιλία αυτό παλινδρομεί και στον αριστερό κόλπο, τότε η βαλβίδα παρουσιάζει ανεπάρκεια.

Η ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας είναι μία πάθηση που μπορεί να υπάρχει για αρκετά χρόνια, πριν τα συμπτώματά της γίνουν αντιληπτά από τον ασθενή.

ΜΕΙΚΤΗ ΒΛΑΒΗ ΜΙΤΡΟΕΙΔΟΥΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ

Κάποιες φορές η βλάβη της μιτροειδούς βαλβίδας συνδυάζει στένωση και ανεπάρκεια μαζί. Αυτού του τύπου η βλάβη ονομάζεται μεικτή.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Τα συμπτώματα της βαλβιδοπάθειας της μιτροειδούς βαλβίδας (στένωση, ανεπάρκεια ή μεικτή βλάβη) είναι προοδευτικά επιδεινούμενα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η βλάβη της μιτροειδούς βαλβίδας δημιουργείται και επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου. Ως εκ τούτου και τα συμπτώματα του ασθενούς στην αρχή δεν είναι πολύ έντονα, αλλά με την πάροδο του χρόνου επιδεινώνονται, δίνοντας στον ασθενή το έναυσμα για καρδιολογική εξέταση. Συνήθως οι ασυμπτωματικοί ασθενείς βρίσκουν τη δυσλειτουργία της μιτροειδούς βαλβίδας σε τυχαίο καρδιολογικό έλεγχο.

  • Δύσπνοια και κόπωση
    Η δύσπνοια συνήθως γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή σαν εύκολη κόπωση, γρήγορη αναπνοή (ταχύπνοια), μερικές φορές ως «φούσκωμα» σε ηρεμία, κόπωση - κούραση ή σαν αδυναμία ολοκλήρωσης μιας βαθιάς εισπνοής.
  • Αρρυθμίες - αίσθημα παλμών
    Ο ασθενής αισθάνεται κάποια αλλαγή στο ρυθμό των χτύπων της καρδιάς του. Αυτό το περιγράφει ως ένα φτερούγισμα στο στήθος ή σαν ένα κόμπο. Πολλές φορές αισθάνεται την καρδιά του να σταματάει και να ξεκινάει απότομα με ένα δυνατό χτύπο. Οι πιο συνηθισμένες αρρυθμίες είναι οι έκτακτες συστολές και η κολπική μαρμαρυγή.
  • Καρδιακή ανεπάρκεια
    Σε περιπτώσεις που η βλάβη της μιτροειδούς βαλβίδας δε γίνει εγκαίρως αντιληπτή και δε χορηγηθεί η κατάλληλη αγωγή, ο ασθενής μπορεί να οδηγηθεί σε καρδιακή ανεπάρκεια.
  • Πνευμονικό οίδημα
    Όταν η δύσπνοια που οφείλεται σε βαλβιδοπάθεια της μιτροειδούς βαλβίδας δεν εκτιμηθεί και αντιμετωπισθεί άμεσα (καρδιολογική εξέταση και αναλόγως των αποτελεσμάτων κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή), μπορεί να εξελιχθεί σε πνευμονικό οίδημα.

ΑΙΤΙΑ

Συνήθως η βαλβιδοπάθεια της μιτροειδούς (στένωση ή ανεπάρκεια ή συνδυασμός των δύο βλαβών) επιδεινώνεται σταδιακά καθώς επέρχεται η φυσιολογική φθορά της βαλβίδας, λόγω προχωρημένης ηλικίας του ασθενούς (εκφυλιστικής αιτιολογίας αίτια).

Επίσης το έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί να προκαλέσει ανεπάρκεια σε μία μιτροειδή βαλβίδα που πριν το έμφραγμα λειτουργούσε φυσιολογικά.

Η πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας είναι μία εκ γενετής πάθηση όπου οι γλωχίνες/ πτυχές της βαλβίδας έχουν μία πιο χαλαρή δομή και κατά τη σύγκλειση της βαλβίδας οπισθοχωρούν λίγο προς τον αριστερό κόλπο, δημιουργώντας μια μικρή παλινδρόμηση του αίματος - διαφυγή προς τον αριστερό κόλπο. Σε κάποιους ασθενείς, η πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας μπορεί να εξελιχθεί σε ανεπάρκεια αυτής με την πάροδο του χρόνου.

Η διάταση του δακτυλίου της μιτροειδούς βαλβίδας θεωρείται «λειτουργική ανεπάρκεια» και δημιουργείται συνήθως σε περιπτώσεις καρδιακής ανεπάρκειας, λόγω διάτασης της αριστεράς κοιλίας μετά από έμφραγμα. Επίσης μπορεί να συμβεί ρήξη μιας τενόντιας χορδής που θα οδηγήσει σε σοβαρού βαθμού ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας.

Ρευματικός πυρετός

Ο ρευματικός πυρετός σε παιδική ηλικία έχει ως αποτέλεσμα την εκφύλιση και χαλάρωση των ιστών της μιτροειδούς βαλβίδας. Συνήθως ο ρευματικός πυρετός προκαλεί μεικτή βλάβη της μιτροειδούς βαλβίδας, δηλαδή ανεπάρκεια και στένωση μαζί.

ΕΝΔΟΚΑΡΔΙΤΙΔΑ

Στην ενδοκαρδίτιδα, η μιτροειδής βαλβίδα προσβάλλεται από λοίμωξη λόγω βακτηρίων (σταφυλόκοκκος, στρεπτόκοκκος ή άλλων). Κατά τη διάρκεια της ενδοκαρδίτιδας ο ασθενής παρουσιάζει συνεχή πυρετό που δεν υποχωρεί με αντιβιοτική αγωγή, αρρυθμίες, δύσπνοια, αναιμία, απώλεια βάρους, επίμονο βήχα, κόπωση, εφίδρωση και μυϊκούς πόνους. Σε σοβαρότατες καταστάσεις μπορεί να υπάρχει απόστημα στο μιτροειδικό δακτύλιο αλλά και σε άλλα όργανα όπως ο εγκέφαλος, οι πνεύμονες και ο σπλήνας, που οφείλονται σε έμβολα εκβλαστήσεων που αποκολληθήκαν από την πάσχουσα μιτροειδή βαλβίδα.

Η διάγνωση της ενδοκαρδίτιδας γίνεται με αιματολογικό έλεγχο - καλλιέργειες σε συνδυασμό με υπερηχογράφημα καρδιάς ή διοισοφάγειο υπερηχογράφημα, τα οποία μας δείχνουν το βαθμό σοβαρότητας της νόσου της μιτροειδούς βαλβίδας, δηλαδή αν υπάρχουν εκβλαστήσεις σε αυτήν, απόστημα του μιτροειδικού δακτυλίου, τυχόν καταστροφή των γλωχίνων της βαλβίδας ή εκφύλιση του ιστού της.

Η ενδοκαρδίτιδα αντιμετωπίζεται με τη λήψη αντιβιοτικών για 4 με 6 εβδομάδες. Σε περίπτωση που έχει δημιουργηθεί βλάβη στη μιτροειδή βαλβίδα, ο καρδιοχειρουργός επιλέγει την κατάλληλη χρονική στιγμή για να επέμβει και να επιδιορθώσει ή να αντικαταστήσει την αυτόχθονη μιτροειδή βαλβίδα.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση της βαλβιδοπάθειας της μιτροειδούς βαλβίδας (στένωση ή ανεπάρκεια ή μεικτή βλάβη) γίνεται με triplex υπερηχογράφημα καρδιάς ή με διοισοφάγειο υπερηχογράφημα καρδιάς για αναλυτικότερο έλεγχο των βαλβίδων. Οι ασθενείς που έχουν τακτικό καρδιολογικό έλεγχο ανακαλύπτουν τυχόν δυσλειτουργία της μιτροειδούς βαλβίδας σε αρχικό στάδιο και παρακολουθούν την εξέλιξη της νόσου.

Στην υπερηχογραφική εξέταση παρατηρείται η βαλβίδα ως κατασκευή, η κατάσταση των πτυχών της, τυχόν εκφύλιση, εάν υπάρχει χαλάρωση του ιστού της ή παρουσία επασβέστωσης σε αυτήν, η επιφάνεια του ανοίγματος του στομίου της βαλβίδας, ο βαθμός της ανεπάρκειας της βαλβίδας, η διάμετρος του δακτυλίου, καθώς και η κατάσταση του υποβαλβιδικού μηχανισμού, δηλαδή των τενόντιων χορδών και των θηλοειδών μυών.

Πρόγραμμα Αναπαραγωγής Βίντεο00:0000:01

Ανάλογα με τα υπερηχογραφικά ευρήματα της καρδιάς, την ηλικία του ασθενούς καθώς και το ιστορικό του, ο καρδιοχειρουργός διαλέγει την κατάλληλη χειρουργική θεραπεία για τον ασθενή (αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδας ή επιδιόρθωση), τον τύπο της βαλβίδας (εάν θα είναι μηχανική ή βιολογική), το μέγεθος της βαλβίδας ή το μέγεθος του δακτυλίου.

Στη στένωση της μιτροειδούς βαλβίδας η προτεινόμενη θεραπεία είναι η αντικατάσταση της στενωμένης βαλβίδας. Στην ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας επιλέγεται η επιδιόρθωση αυτής. Σε περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η επιδιόρθωση, λόγω λειτουργικότητας ή ανατομίας της αυτόχθονης μιτροειδούς βαλβίδας, επιλέγεται η αντικατάσταση της βαλβίδας από μηχανική ή βιολογική.

Ο ασθενής εισέρχεται στην κλινική μία ημέρα πριν το χειρουργείο και υποβάλλεται σε λεπτομερή έλεγχο της υγείας του. Ο προεγχειρητικός έλεγχος περιλαμβάνει καρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδιάς, εργαστηριακό αιματολογικό έλεγχο, ακτινογραφία θώρακος, κλινική εξέταση από παθολόγο, έγχρωμο triplex καρωτίδων αρτηριών και στεφανιογραφία.

Επίσης οι συγγενείς του ασθενή φροντίζουν για την παρακαταθήκη των απαραίτητων μονάδων αίματος πριν από το χειρουργείο.

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΙΤΡΟΕΙΔΟΥΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ ΜΕ ΜΗΧΑΝΙΚΗ ή ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΗ ΒΑΛΒΙΔΑ

Η αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδας εφαρμόζεται κυρίως στις βαλβίδες με στένωση. Αυτή η χειρουργική θεραπεία επιλέγεται επίσης σε ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας, εφόσον ανατομικά ή λειτουργικά είναι καλύτερη μακροπρόθεσμη θεραπεία για τον ασθενή.

Ο καρδιοχειρουργός αφαιρεί τη νοσούσα βαλβίδα και γίνεται αντικατάστασή της είτε από μηχανική (μεταλλική βαλβίδα με μεγάλη διάρκεια ζωής) είτε από βιολογική (χοιρινή ή βόια με διάρκεια ζωής άνω των 15 ετών). Μετά την αντικατάσταση της αυτόχθονης μιτροειδούς βαλβίδας από την προσθετική (μηχανική ή βιολογική) εγχειρητικά, ακολουθεί επιβεβαίωση της καλής τοποθέτησης και λειτουργίας της προσθετικής μιτροειδούς βαλβίδας με διοισοφάγειο υπερηχογράφημα καρδιάς.

ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΗΣ ΜΙΤΡΟΕΙΔΟΥΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ

Στην επιδιόρθωση της μιτροειδούς βαλβίδας διατηρείται η βαλβίδα του ασθενούς και ανάλογα με τη βλάβη γίνεται τοποθέτηση δακτυλίου βαλβιδοπλαστικής, σε συνδυασμό με τους κατάλληλους επιδιορθωτικούς χειρισμούς στο επίπεδο των γλωχίνων ή των τενόντιων χορδών για να επιτευχθεί το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα.

Μετά την επιδιόρθωση της μιτροειδούς βαλβίδας διεγχειρητικά, ακολουθεί επιβεβαίωση της καλής λειτουργίας της βαλβίδας με διοισοφάγειο υπερηχογράφημα.

Με τη μέθοδο της επιδιόρθωσης της μιτροειδούς βαλβίδας οι ασθενείς μετεγχειρητικά δε χρειάζεται να λαμβάνουν αντιπηκτικά εφ' όρου ζωής και ο κίνδυνος για εγκεφαλικό επεισόδιο ή λοίμωξη της βαλβίδας είναι πολύ μικρότερος.

Στην αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδας αλλά και στην επιδιόρθωση, γίνεται χρήση γενικής αναισθησίας και εξωσωματικής κυκλοφορίας. Το μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας επιτελεί τις λειτουργίες της καρδιάς και των πνευμόνων. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης το αίμα εκτρέπεται στο μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας, όπου οξυγονώνεται και επιστρέφει εκ νέου στο σώμα του ασθενούς τροφοδοτώντας τον εγκέφαλο και το σώμα.

Οι ασθενείς μετά την επέμβαση νοσηλεύονται στην κλινική περίπου έξι ημέρες.

ΔΙΑΔΕΡΜΙΚΗ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΜΙΤΡΟΕΙΔΟΥΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ - MITRACLIP

Η θεραπεία της διαδερμικής επιδιόρθωσης της μιτροειδούς βαλβίδας (MITRACLIP) προτείνεται σε υπέργηρους ασθενείς και σε ασθενείς με βεβαρυμμένο ιατρικό ιστορικό, λόγω του υψηλού κινδύνου από ένα ανοιχτό χειρουργείο καρδιάς. Αυτού του είδους η θεραπεία μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε λειτουργική ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας.

Η διαδερμική επιδιόρθωση της μιτροειδούς βαλβίδας πραγματοποιείται από εξειδικευμένους επεμβατικούς καρδιολόγους, όπου μέσω μηριαίας προσπέλασης και με τη βοήθεια καθετήρα, τοποθετείται ένα clip - ένας «συνδετήρας» στη μιτροειδή βαλβίδα μειώνοντας κατά πολύ την ανεπάρκειά της.

ΤΡΙΓΛΩΧΙΝΑ ΒΑΛΒΙΔΑ

Η τριγλώχινα βαλβίδα βρίσκεται μεταξύ του δεξιού κόλπου και της δεξιάς κοιλίας. Αποτελείται από ένα δακτύλιο και τρεις γλωχίνες / πτυχές που εφάπτονται πάνω στο δακτύλιο και συγκρατούνται με τη βοήθεια των τενόντιων χορδών.

Η τριγλώχινα βαλβίδα ανοίγει κατά τη διαστολή επιτρέποντας το αίμα να κατευθυνθεί από το δεξιό κόλπο στη δεξιά κοιλία και κλείνει αμέσως μετά στη συστολή εμποδίζοντας το αίμα να γυρίσει ξανά στο δεξιό κόλπο.

ΣΤΕΝΩΣΗ ΤΡΙΓΛΩΧΙΝΑΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ

Το φυσιολογικό όριο του ανοίγματος της τριγλώχινας βαλβίδας είναι περίπου 6-7cm2. Η τριγλώχινα βαλβίδα έχει το μεγαλύτερο εμβαδόν απ' όλες τις βαλβίδες της καρδιάς. Όταν το άνοιγμα αυτό μικρύνει τότε υπάρχει στένωση στη βαλβίδα και η ροή του αίματος από αυτήν είναι μικρότερη από το φυσιολογικό. Η στένωση της τριγλώχινας στις μέρες μας αποτελεί μια σπάνια περίπτωση.

ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΡΙΓΛΩΧΙΝΑΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ

Όταν οι γλωχίνες της τριγλώχινας βαλβίδας δεν κλείνουν στεγανά και επιτρέπουν τη ροή του αίματος προς τα πίσω, δηλαδή, αντί να προωθείται το αίμα στη δεξιά κοιλία αυτό γυρίζει πάλι στο δεξιό κόλπο, η τριγλώχινα βαλβίδα παρουσιάζει ανεπάρκεια.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

Πολλές φορές τα συμπτώματα της βαλβιδοπάθειας της τριγλώχινας βαλβίδας αργούν να εκδηλωθούν σωματικά. Σε περιπτώσεις που η βλάβη της τριγλώχινας βαλβίδας επιδεινώνεται σταδιακά, ο ασθενής είναι σε θέση να διεκπεραιώνει όλες του τις σωματικές εργασίες χωρίς να δείχνει σημεία κόπωσης ή δύσπνοιας. Γι' αυτό συνιστάται σε άτομα άνω των 30 - 35 ετών, ακόμα και χωρίς θετικό κληρονομικό ιστορικό καρδιοπάθειας στην οικογένεια, να προβαίνουν σε καρδιολογικό έλεγχο έτσι ώστε τυχόν δυσλειτουργίες των βαλβίδων να εντοπίζονται εγκαίρως.

  • Δύσπνοια και κόπωση
    Η δύσπνοια είναι ένα συνηθισμένο σύμπτωμα δυσλειτουργίας της τριγλώχινας βαλβίδας, που συνήθως γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή σαν εύκολη κόπωση, γρήγορη αναπνοή (ταχύπνοια), μερικές φορές ως «φούσκωμα» σε ηρεμία ή κόπωση ή σαν αδυναμία ολοκλήρωσης μιας βαθιάς εισπνοής.
  • Αρρυθμίες - αίσθημα παλμώ
    Ο ασθενής αισθάνεται πως οι χτύποι της καρδιάς του δεν είναι φυσιολογικοί. Αυτό το περιγράφει ως ένα φτερούγισμα στο στήθος ή σαν ένα κόμπο. Πολλές φορές αισθάνεται την καρδιά του να σταματάει και να ξεκινάει απότομα με ένα δυνατό χτύπο. Οι πιο συνηθισμένες αρρυθμίες είναι οι έκτακτες συστολές, η κολπική μαρμαρυγή, οι υπερκοιλιακές αρρυθμίες και η βραδυκαρδία.
  • Πνευμονική υπέρταση
    Υψηλές πιέσεις στη δεξιά κοιλία δημιουργούν διάταση της δεξιάς κοιλίας και κατ' επέκταση διάταση του δακτυλίου της τριγλώχινας βαλβίδας προκαλώντας ανεπάρκεια σε αυτήν.

ΑΙΤΙΑ

Καθώς γερνάει ο ασθενής ο ιστός της τριγλώχινας βαλβίδας μπορεί να χαλαρώνει σταδιακά, οι γλωχίνες της βαλβίδας να παρουσιάζουν επασβέστωση ή ο δακτύλιος της βαλβίδας να έχει χαλάρωση. Αυτά είναι τα εκφυλιστικής αιτιολογίας αίτια, δηλαδή η φυσιολογική φθορά της τριγλώχινας βαλβίδας λόγω προχωρημένης ηλικίας του ασθενούς. Τέτοιου είδους αίτια συνήθως γίνονται αντιληπτά σε καρδιολογικό έλεγχο και παρακολουθούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Σε γενικές γραμμές, οι βλάβες της τριγλώχινας βαλβίδας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δυο ομάδες / κατηγορίες, στις οργανικές βλάβες και στις λειτουργικές βλάβες. Η κατηγορία της βλάβης της τριγλώχινας βαλβίδας έχει πολύ σημαντικό ρολό στη θεραπευτική προσέγγιση της βαλβιδοπάθειας, όπως στο είδος της χειρουργικής παρέμβασης που θα πραγματοποιήσουμε και στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα του χειρουργείου.

Η συχνότερη πάθηση της τριγλώχινας βαλβίδας είναι η λειτουργική ανεπάρκεια. Η αύξηση των διαστάσεων της δεξιάς κοιλίας οδηγεί σε αύξηση της διαμέτρου του δακτυλίου της τριγλώχινας βαλβίδας και κατά συνέπεια σε ανεπάρκεια.

Στις ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες η συχνότερη αιτιολογία οργανικής ασθένειας της τριγλώχινας βαλβίδας είναι η ενδοκαρδίτιδα (κυρίως λόγω εκτεταμένης χρήσης ενδοφλεβίων ναρκωτικών), ενώ στις αναπτυσσόμενες χώρες ο ρευματικός πυρετός.

Ρευματικός πυρετός

Σε κάποιους ασθενείς μία λοίμωξη του φάρυγγα από στρεπτόκοκκο (αμυγδαλίτιδα ή φαρυγγίτιδα) εξελίσσεται σε ρευματικό πυρετό (συνήθως σε παιδική ηλικία), όπου το ανοσοποιητικό σύστημα, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τον πυρετό, «επιτίθεται» όχι μόνο στα μολυσμένα με στρεπτόκοκκο σημεία αλλά και σε υγιείς ιστούς. Σε αυτήν την περίπτωση προκαλείται ανεπάρκεια της τριγλώχινας βαλβίδας ή ανεπάρκεια και στένωση μαζί (μεικτή βλάβη της βαλβίδας). Η ρευματικής αιτιολογίας βλάβη της τριγλώχινας βαλβίδας συνήθως συνοδεύεται από βαλβιδοπάθεια της αορτικής ή της μιτροειδούς βαλβίδας και αποτελεί μία σπάνια, αλλά ακόμη υπαρκτή, νόσο στη χώρα μας.

ΕΝΔΟΚΑΡΔΙΤΙΔΑ

Στην ενδοκαρδίτιδα η τριγλώχινα βαλβίδα προσβάλλεται από λοίμωξη λόγω βακτηρίων, όπως σταφυλόκοκκος ή στρεπτόκοκκος. Εφόσον η λοίμωξη δεν αντιμετωπισθεί άμεσα ή παρά τη θεραπεία της με αντιβιοτική αγωγή δεν υποχωρήσει, εκτός από το συνεχή πυρετό ο ασθενής θα παρουσιάσει και άλλα συμπτώματα όπως αρρυθμίες, δύσπνοια, αναιμία, επίμονο βήχα, κόπωση, εφίδρωση, μυϊκούς πόνους και σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις απόστημα σε όργανα όπως ο εγκέφαλος, οι πνεύμονες και ο σπλήνας. Η ενδοκαρδίτιδα δημιουργεί εκφύλιση και χαλάρωση των ιστών της τριγλώχινας βαλβίδας και προκαλεί τη δυσλειτουργία αυτής που εκδηλώνεται συνήθως με ανεπάρκεια, ύπαρξη εκβλαστήσεων ή και αποστήματος γύρω από το δακτύλιο αυτής. Το υπερηχογράφημα καρδιάς ή ο διοισοφάγειος υπερηχογραφικός έλεγχος μπορούν να δείξουν το βαθμό σοβαρότητας της νόσου, δηλαδή αν η μόλυνση έχει επηρεάσει την τριγλώχινα βαλβίδα (γλωχίνες, δακτύλιο ή την κατασκευή της βαλβίδας).

Το πρώτο στάδιο αντιμετώπισης της ενδοκαρδίτιδας είναι η λήψη αντιβιοτικής αγωγής. Σε περίπτωση που η ενδοκαρδίτιδα δημιουργήσει βλάβη στην τριγλώχινα βαλβίδα, η επιδιόρθωση ή η αντικατάσταση της αυτόχθονης βαλβίδας είναι απαραίτητη.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Η διάγνωση της βλάβης της τριγλώχινας βαλβίδας (στένωση ή ανεπάρκεια) γίνεται με triplex υπερηχογράφημα καρδιάς ή με διοισοφάγειο υπερηχογράφημα καρδιάς για ακριβέστερο έλεγχο.

Στην υπερηχογραφική εξέταση ο ιατρός παρατηρεί την τριγλώχινα βαλβίδα ως κατασκευή, τις γλωχίνες της βαλβίδας, τυχόν εκφύλιση ή χαλάρωση του ιστού της, την παρουσία επασβέστωσης, το μήκος του ανοίγματος του στομίου της βαλβίδας, το βαθμό της ανεπάρκειας, το μήκος του δακτυλίου και τον υποβαλβιδικό μηχανισμό της βαλβίδας.

Ανάλογα με τα υπερηχογραφικά ευρήματα, την ηλικία του ασθενούς καθώς και το ιστορικό του, ο καρδιοχειρουργός διαλέγει την κατάλληλη χειρουργική θεραπεία - συνήθως επιδιόρθωση της τριγλώχινας βαλβίδας και σπάνια αντικατάστασή της (το μέγεθος του δακτυλίου βαλβιδοπλαστικής ή τον τύπο της βαλβίδας, ομοιομόσχευμα ή βιολογική).

Ο ασθενής εισέρχεται στην κλινική μία ημέρα πριν το χειρουργείο και ελέγχεται λεπτομερώς η υγεία του. Ο προεγχειρητικός έλεγχος περιλαμβάνει καρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδιάς, εργαστηριακό αιματολογικό έλεγχο, ακτινογραφία θώρακος, κλινική εξέταση από παθολόγο, έγχρωμο triplex καρωτίδων αρτηριών και στεφανιογραφία.

Επίσης οι συγγενείς του ασθενή φροντίζουν για την παρακαταθήκη των απαραίτητων μονάδων αίματος πριν το χειρουργείο.

ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΓΛΩΧΙΝΑΣ ΒΑΛΒΙΔΑΣ

Στην επιδιόρθωση της τριγλώχινας βαλβίδας διατηρείται η αυτόχθονη βαλβίδα του ασθενούς, τοποθετείται δακτύλιος βαλβιδοπλαστικής στην περιφέρεια της βαλβίδας και αναλόγως της βλάβης γίνεται τοποθέτηση συνθετικών χορδών, επανασύνδεση πτυχών ή εκτομή περίσσειας ιστού από τη βαλβίδα.

Μετά την επιδιόρθωση της τριγλώχινας βαλβίδας εγχειρητικά, ακολουθεί επιβεβαίωση της καλής λειτουργίας της βαλβίδας με διοισοφάγειο υπερηχογράφημα.

Η επιδιόρθωση της βλάβης της τριγλώχινας βαλβίδας είναι η πρώτη επιλογή χειρουργικής θεραπείας από τον καρδιοχειρουργό. Με τη μέθοδο αυτή οι ασθενείς μετεγχειρητικά δε χρειάζεται να λαμβάνουν αντιπηκτικά για το υπόλοιπο της ζωής τους, έχουν μικρότερο κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο ή λοίμωξη της τριγλώχινας βαλβίδας και διατηρείται σε καλύτερα επίπεδα η λειτουργία της καρδιάς.

Στην επιδιόρθωση της τριγλώχινας βαλβίδας αλλά και στην αντικατάσταση γίνεται χρήση γενικής αναισθησίας και εξωσωματικής κυκλοφορίας. Το μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας επιτελεί τις λειτουργίες της καρδιάς και των πνευμόνων. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης το αίμα εκτρέπεται στο μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας, όπου οξυγονώνεται και ύστερα επιστρέφει εκ νέου στο σώμα του ασθενούς τροφοδοτώντας τον εγκέφαλο και το σώμα.

Οι ασθενείς μετά την επέμβαση νοσηλεύονται στην κλινική περίπου έξι ημέρες.


ΘΩΡΑΚΙΚΗ ΑΟΡΤΗ

ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΘΩΡΑΚΙΚΗΣ ΑΟΡΤΗΣ

Η θωρακική αορτή αποτελείται από την ανιούσα αορτή, το αορτικό τόξο και την κατιούσα θωρακική αορτή έως το διάφραγμα.
Η ανιούσα αορτή εξέρχεται από την αριστερή κοιλία και την αορτική βαλβίδα έως το ύψος της ανωνύμου αρτηρίας. Το αορτικό τόξο περιλαμβάνει τις εκφύσεις των αγγείων που αιματώνουν το κεφάλι και τα χέρια. Η κατιούσα θωρακική αορτή ξεκινάει από το ύψος της έκφυσης της αριστερής υποκλειδίου έως το διάφραγμα.

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΜΕΤΡΟΣ ΤΗΣ ΘΩΡΑΚΙΚΗΣ ΑΟΡΤΗΣ

Η φυσιολογική διάμετρος της θωρακικής αορτής μπορεί να διαφέρει σε διαστάσεις από άτομο σε άτομο γιατί σχετίζεται με το δείκτη μάζας σώματος, την ηλικία και το φύλο. Συνήθως οι γυναίκες έχουν μικρότερη διάμετρο αορτής από τους άντρες.

Στην αορτική ρίζα (Sinuses of Valsalva) η φυσιολογική διάμετρος είναι από 3,5 έως 3,9 εκατοστά.
Στην ανιούσα αορτή η φυσιολογική διάμετρος είναι από 3 έως 3,5 εκατοστά.
Στην κατιούσα θωρακική αορτή η φυσιολογική διάμετρος είναι από 2 έως 3 εκατοστά.

Ανευρυσματική διάταση θωρακικής αορτής - ανεύρυσμα αορτής
Η ανευρυσματική διάταση της θωρακικής αορτής είναι η αύξηση του εύρους της αρτηρίας τοπικά.
Σε γενικές γραμμές, όταν η διάμετρος της θωρακικής αορτής ξεπεράσει τα 5,5 εκατοστά, χρήζει αντικατάστασης για να προληφθεί η ρήξη ή ο διαχωρισμός της. Σε περιπτώσεις δίπτυχης αορτικής βαλβίδας, η αορτή πρέπει να αντικατασταθεί όταν το εύρος της φτάσει τα 5 εκατοστά.
Επίσης το ανεύρυσμα στην αορτική ρίζα μπορεί να προκαλέσει διάταση του δακτυλίου της αορτικής βαλβίδας και κατά συνέπεια ανεπάρκεια της βαλβίδας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εκτός από την αντικατάσταση της ανιούσας αορτής, χρειάζεται να επιδιορθωθεί ή να αντικατασταθεί και η αορτική βαλβίδα.

Αορτικός διαχωρισμός

Ο διαχωρισμός του τοιχώματος της θωρακικής αορτής είναι ένα σχίσμα - ρήξη της αορτής, συνήθως στο επίπεδο του μέσου χιτώνα αυτής. Η αλλοίωση των κυττάρων στο εσωτερικό μέρος της αορτής (στο μέσο χιτώνα) προκαλεί τη νέκρωση αυτών, με αποτέλεσμα η αορτή να χάνει την ελαστικότητά της. Σε μια αορτή με αυξημένη διάμετρο, λόγω αύξησης της πίεσης του αίματος και μη αντοχής της ελαστικότητας του τοιχώματός της, προκαλείται ρήξη ή διαχωρισμός του τοιχώματος της αορτής. Από τη ρήξη αυτή ποσότητα αίματος περνάει στο μέσο χιτώνα της αορτής, δημιουργώντας ένα ψευδή αυλό από όπου περνάει το αίμα.
Ο αορτικός διαχωρισμός είναι μια νόσος η οποία απαιτεί επείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση από εξειδικευμένη καρδιοχειρουργική ομάδα.
Στον αορτικό διαχωρισμό κατά Stanford A ή κατά DeBakey I και ΙΙ, υπάρχει διαχωρισμός της ανιούσας αορτής χωρίς ή με την εμπλοκή και του αορτικού τόξου. Ο πρωταρχικός στόχος είναι η αντικατάσταση της ανιούσας αορτής και αναλόγως αντικατάσταση ή επιδιόρθωση της αορτικής βαλβίδας (εάν υπάρχει ανεπάρκεια αυτής ή εάν είναι διγλώχινα) για την πρόληψη της ρήξης και της επέκτασης του διαχωρισμού.
Ο αορτικός διαχωρισμός κατά Stanford B ή κατά DeBakey III δε συμπεριλαμβάνει διαχωρισμό της ανιούσας αορτής και μπορεί να αντιμετωπισθεί συντηρητικά ή αν είναι επιπεπλεγμένος διαχωρισμός να αντιμετωπισθεί με τοποθέτηση ενδοαυλικής ενδοπρόθεσης.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ

  • Πόνος στο στήθος
    Με την αύξηση του εύρους του αυλού της αορτής και λόγω αυξημένης πίεσης του αίματος, ο ασθενής μπορεί να εμφανίζει πόνο στο στήθος ή στη μεσοπλάτια χώρα που μοιάζει με στηθάγχη ή έμφραγμα του μυοκαρδίου.
    Σε περίπτωση ανευρύσματος του αορτικού τόξου ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει βράγχος φωνής λόγω πίεσης της τραχείας, βήχα, δυσκολία στην κατάποση ή δύσπνοια, συνεπεία της πίεσης των οργάνων γύρω από το αορτικό τόξο.
  • Δύσπνοια και κόπωση
    Η δύσπνοια συνήθως γίνεται αντιληπτή από τον ασθενή σαν εύκολη κόπωση, γρήγορη αναπνοή (ταχύπνοια), κούραση ή ως αδυναμία ολοκλήρωσης μιας βαθιάς εισπνοής.
  • Αρρυθμία
    Ο ασθενής νιώθει να αλλάζει ο φυσιολογικός ρυθμός των χτύπων της καρδιάς του, που το περιγράφει ως φτερούγισμα στο στήθος ή ως ένα κόμπο. Επίσης μπορεί να νιώθει την καρδιά του να σταματάει και να ξεκινάει απότομα με ένα δυνατό χτύπο.

Πολλές φορές οι ασθενείς με ανεύρυσμα της θωρακικής αορτής δεν έχουν συμπτώματα και αυτό κάνει δύσκολο τον εντοπισμό τους σε περιπτώσεις μη τακτικού καρδιολογικού ελέγχου.

ΑΙΤΙΑ

  • Εκφύλιση του μέσου χιτώνα της αορτής
    Στα εκφυλιστικά ανευρύσματα έχουμε εκφύλιση του μέσου χιτώνα της αορτής που οφείλεται στη μείωση της ελαστικότητας του τοιχώματός της. Συνήθως υπάρχει συνοδός διάταση του αορτικού δακτυλίου.
  • Αρτηριοσκλήρυνση του τοιχώματος της αορτής
    Στην αρτηριοσκλήρυνση έχουμε ανεπαρκή αιμάτωση του τοιχώματος της αορτής με αποτέλεσμα την προοδευτική καταστροφή των μυϊκών ινών της. Η αρτηριοσκλήρυνση συνήθως συναντάται σε ασθενείς άνω των 50 ετών.
    Επίσης το κάπνισμα, η υπερλιπιδαιμία και ο σακχαρώδης διαβήτης συμβάλουν στη γρηγορότερη καταστροφή των μυϊκών ινών της αορτής και στη μείωση της ελαστικότητάς της.
  • Αυξημένη πίεση του αίματος - αρτηριακή υπέρταση
    Η αυξημένη πίεση του αίματος μπορεί να προκαλέσει ρήξη ή διαχωρισμό της αορτής σε περιπτώσεις σωματικής άσκησης ή έντονου στρες. Καθώς η καρδιά στέλνει αίμα με αυξημένη πίεση στα τοιχώματα της αορτής, αυτά αδυνατούν να διασταλούν ικανοποιητικά για να ανταπεξέλθουν στην αυξημένη πίεση και προκαλείται ρήξη ή διαχωρισμός του τοιχώματος της αορτής.
  • Σύνδρομο Marfan και σύνδρομο Ehlers - Danlos
    Τα σύνδρομα Marfan και Ehlers - Danlos είναι νοσήματα που διαταράσσουν το συνδετικό ιστό, με αποτέλεσμα τη διάταση της ανιούσας αορτής που περιλαμβάνει και τους κόλπους του Valsalva ή το διαχωρισμό αυτής.
  • Διγλώχινα αορτική βαλβίδα
    Η διγλώχινα αορτική βαλβίδα θεωρείται μία συγγενής πάθηση που συνήθως συνυπάρχει και με άλλες συγγενείς ανωμαλίες του συνδετικού ιστού, όπως ανεύρυσμα ή διάταση στη βάση της ανιούσας αορτής.
  • Τραυματισμός του θώρακα
    Ο τραυματισμός του θώρακα σε περιπτώσεις όπως τροχαίου ατυχήματος ή πτώσης από ύψος, μπορεί να προκαλέσει ρήξη της αορτής.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ

Υπάρχουν περιπτώσεις που η διάγνωση του ανευρύσματος γίνεται στο αρχικό στάδιο της νόσου, ειδικά όταν ο ασθενής υποβάλλεται σε τακτικό καρδιολογικό έλεγχο. Σε αυτήν την περίπτωση το ανεύρυσμα παρακολουθείται τακτικά για τυχόν αύξηση της διαμέτρου του ή για τον επηρεασμό της λειτουργίας της αορτικής βαλβίδας.

Η διάγνωση του ανευρύσματος γίνεται με αξονική ή μαγνητική αγγειογραφία θώρακος για πιο ακριβή διαγνωστικά αποτελέσματα. Με αυτήν την εξέταση ο καρδιοχειρουργός πληροφορείται για την εύρεση της θέσης και το μέγεθος του ανευρύσματος, το πάχος του αορτικού τοιχώματος και το περιεχόμενο του αυλού (εάν υπάρχει διαχωρισμός, το ακριβές σημείο αυτού, καθώς και τυχόν παρουσία θρόμβου σε αυτό).
Επίσης η διάγνωση του ανευρύσματος μπορεί να γίνει με triplex υπερηχογράφημα καρδιάς ή με διοισοφάγειο υπερηχογράφημα καρδιάς. Στην υπερηχογραφική εξέταση παρατηρείται το μέγεθος και η θέση του ανευρύσματος, καθώς και οι βαλβίδες της καρδιάς (κυρίως η αορτική βαλβίδα που είναι στη ρίζα της αορτής και επηρεάζεται άμεσα).
Η στεφανιογραφία και η αορτογραφία είναι επίσης απαραίτητες για την απεικόνιση των στεφανιαίων αγγείων και το ακριβές σημείο της έκφυσης αυτών από την αορτή.

Ανάλογα με τα αποτελέσματα των εξετάσεων, την ηλικία και το φύλο του ασθενούς, ο καρδιοχειρουργός επιλέγει την κατάλληλη χειρουργική αντιμετώπιση.

Ο ασθενής εισέρχεται στην κλινική μία ημέρα πριν το χειρουργείο και υποβάλλεται σε λεπτομερή έλεγχο της υγείας του. Ο προεγχειρητικός έλεγχος περιλαμβάνει καρδιογράφημα, υπερηχογράφημα καρδιάς, εργαστηριακό αιματολογικό έλεγχο, ακτινογραφία θώρακος, κλινική εξέταση από παθολόγο και έγχρωμο triplex καρωτίδων αρτηριών. Υπάρχει περίπτωση να χρειάζονται και επιπλέον εξετάσεις όπως στεφανιογραφία, αξονική ή μαγνητική αγγειογραφία θώρακος.
Επίσης οι συγγενείς του ασθενή φροντίζουν για την παρακαταθήκη των απαραίτητων μονάδων αίματος πριν από το χειρουργείο.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Σε περιπτώσεις που η αορτική βαλβίδα λειτουργεί καλά και το ανεύρυσμα βρίσκεται στην ανιούσα αορτή, γίνεται εκτομή της νοσούσας περιοχής και αντικατάστασή της από ευθύ συνθετικό μόσχευμα.

Σε περίπτωση που το ανεύρυσμα βρίσκεται στην αορτική ρίζα όπου περιλαμβάνονται και τα στόμια των στεφανιαίων αρτηριών, γίνεται εκτομή και αντικατάσταση ολόκληρης της αορτικής ρίζας, επανεμφύτευση των στεφανιαίων αγγείων στο συνθετικό μόσχευμα, επιδιόρθωση και διατήρηση της αορτικής βαλβίδας (επέμβαση Tirone David).
Μία ακόμη επιλογή είναι η τοποθέτηση βαλβιδοφόρου συνθετικού μοσχεύματος. Σε αυτή την περίπτωση γίνεται αντικατάσταση της ανιούσας αορτής και της αορτικής βαλβίδας, καθώς και επανεμφύτευση των στεφανιαίων αγγείων στο συνθετικό μόσχευμα (επέμβαση Bentall de Buono).

Η αορτική ρίζα έχει καλύτερη αιμοδυναμική συμπεριφορά με τη διατήρηση της αυτόχθονης αορτικής βαλβίδας και ο ασθενής είναι απαλλαγμένος των επιπλοκών των προσθετικών βαλβίδων.

Η τεχνική που χρησιμοποιείται για το ανεύρυσμα του αορτικού τόξου είναι η αντικατάσταση του ημιτόξου ή και ολόκληρου του αορτικού τόξου με ή χωρίς την επέμβαση Elephant Trunk περιφερικά στην κατιούσα αορτή.

Η επέμβαση γίνεται με χρήση γενικής αναισθησίας και εξωσωματικής κυκλοφορίας. Το μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας επιτελεί τις λειτουργίες της καρδιάς και των πνευμόνων. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης το αίμα εκτρέπεται στο μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας, όπου οξυγονώνεται και επιστρέφει εκ νέου στο σώμα του ασθενούς τροφοδοτώντας τον εγκέφαλο και το σώμα.

Οι ασθενείς μετά την επέμβαση νοσηλεύονται στην κλινική περίπου έξι ημέρες.